Ο βρυχηθμός στην άλλη πλευρά της σιωπής

σκέψεις πάνω στην έκθεση της Έλενα Ακύλα, Home At Last

Υβρίδιο ανθρώπου και αρσενικού ελαφιού, ελαιογραφία σε καμβά, 30 x 20 εκ., 2018

Το 2005, ο Αυστραλός περιβαλλοντολόγος φιλόσοφος Glenn Albrecht εισήγαγε τον όρο solastalgia (τον μεταφράζω εδώ ως σολασταλγία)  για να περιγράψει ένα νέο είδος ψυχικής αγωνίας και υπαρξιακού άγχους που οφείλονται στην οικολογική κρίση και τις μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές αλλαγές.

«Είναι ο πόνος που βιώνουμε όταν συνειδητοποιούμε ότι ο τόπος που κατοικούμε και αγαπάμε βρίσκεται υπό άμεση απειλή. Εκδηλώνεται ως επίθεση στην αίσθηση του τόπου, ως διάβρωση του συναισθήματος του ανήκειν σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος και ως εσωτερική δυσφορία για τον μετασχηματισμό του. Είναι η βαθειά επιθυμία να διατηρήσουμε τον τόπο μας σε μια κατάσταση ικανή να μας προσφέρει γαλήνη ή παρηγοριά(…) Πρόκειται για τη "βιωμένη εμπειρία" της απώλειας του παρόντος, όπως εκδηλώνεται σ’ ένα αίσθημα εκτοπισμού.» [1] λέει συγκεκριμένα ο Albrecht.

Πόλη φάντασμα, ελαιογραφία σε καμβά, 54 x 54 εκ., 2020

Αντίθετα από την ομοιοκατάληκτή της νοσταλγία ―όπου το άλγος οφείλεται στην φυσική απομάκρυνση από τον αγαπημένο και οικείο τόπο και φέρει μια γλυκύτητα ως αίσθηση, μια θετική προσμονή― στη σολασταλγία (με ρίζα τη λατινική λέξη solace, παρηγοριά, γαλήνη), ο πόνος σχετίζεται με την απελπισία του αναπόφευκτου και οριστικά αρνητικού.

Το υποκείμενο μπορεί να μην έχει φύγει από τον τόπο του, τον βλέπει παρόλα αυτά να αλλάζει αμετάκλητα προς κάτι ανοίκειο και αφιλόξενο.

 Ο πάσχων από σολασταλγία δεν θέλει να γυρίσει πίσω στον αγαπημένο τόπο, θέλει να γυρίσει τον αγαπημένο τόπο πίσω στο χρόνο.

                                                               ***

Η Έλενα Ακύλα αγαπάει τις ιστορίες. Αυτό το δηλώνει και στα κείμενα που έγραψε μέσα στην πανδημία με τίτλο «Το πάρτι ως μια χώρα ελευθερίας» (2021)[2], όπου το εγκαταλελειμμένο τοπίο του Δυτικού Αεροδρομίου του Ελληνικού γίνεται αφορμή για μια αναπόληση του ανέμελου, και χωρίς άγχος για το μέλλον, αιώνιου παρόντος της παιδικής ηλικίας. Ο εμβληματικός υδατόπυργος της Αμερικανικής βάσης στη Γλυφάδα, οι πισίνες των ξενοδοχείων, ο Πήτερ Παν και οι ταινίες Mad Max, τα πάρτι των Αμερικανών τουριστών και τα αεροπλάνα που απογειώνονταν τα ξημερώματα, σηματοδοτούν μια εποχή που η ονειροπόληση ήταν ακόμα δυνατή και το παρόν γεμάτο δυνατότητες. Μέσα στις αναμνήσεις της Ακύλα, όμως, είναι και η ίδια η χώρα που μοιάζει να διάνυε μια παιδική ηλικία. Ήταν τα 80s. Μια εποχή δοξαστικής κιτς Αμερικανολατρείας και κάλπικης οικονομικής ξεγνοιασιάς.

Στη χώρα της παιδικής ηλικίας «τα σύνορά του [υδατόπυργου] σηματοδοτούσαν την επιστροφή στο σπίτι», γράφει η καλλιτέχνης. Ο νόστος είχε λύση, η επιστροφή ήταν δυνατή, όπως και η κατασκευή της ουτοπίας.

Στην έκθεση Home at Last όλα αυτά εικονογραφούνται ως σκηνές μιας ψυχολογικής παραβολής πάνω στη «χώρα του αύριο», που κινείται μεταξύ παιδικών παραμυθιών και επιστημονικής φαντασίας· ανάμεσα στο ψυχικό και το πραγματικό, τη νοσταλγία για όσα έμειναν πίσω και τη σολασταλγία για όσα έρχονται. Όχι τόσο με πίκρα, όσο με σκεπτικισμό.

Η γη της ελευθερίας, μολύβια σε εκτυπωμένη φωτογραφία, 50 x 60 εκ., 2021

Με ταλαντώσεις αναφορών γύρω από το μετά-την-καταστροφή σκηνικό της ταινίας Mad Max Beyond Thunderdome, τα τοπία της Ακύλα υπονοούν έναν κόσμο στα τελειώματα του δυτικού πολιτισμού όπως τον ξέραμε, ένα απέραντο τοπίο στιγματισμένο με απομεινάρια της καπιταλιστικής ανθρωποκεντρικής σκέψης, του αμερικανικού ονείρου και του φόβου της αλλοίωσης του είδους. Οι χώρες του αύριο και του ποτέ σμίγουν στον υδατόπυργο, περίεργα πλάσματα ζουν στα ερείπια και τρώνε παγωτό στα υπόγεια, κοριτσίστικες σκιές παρεισφρέουν στις πισίνες των ξενοδοχείων, πόλεις εγκαταλελειμμένες, πόλεις πέρα από τις άλλες πόλεις, τοπία ερημωμένα, τόποι παγωμένοι εκφράζουν, μεταλλασσόμενα, έναν κόσμο στις παρυφές του θερμικού θανάτου.

Το παρελθόν είναι ένα παρατημένο αεροδρόμιο.

Η μετά-την-ανθρωπόκενο εποχή όμως ―που σημαίνει πέραν του κατωφλίου επιστροφής στον «παλιό καλό καιρό»― σηματοδοτεί και νέες οπτικές ενατένισης του κόσμου, του είδους, της ζωής και της τεχνολογίας. Ως terrain vague, το πρώην Δυτικό Αεροδρόμιο του Ελληνικού, γίνεται συμβολικό πεδίο όχι μόνο εγκατάλειψης αλλά και ριζικής αλλαγής. Υποδηλώνει τη δύσκολη πορεία ενηλικίωσης ενός κοριτσιού, μιας χώρας ή/και ενός ολόκληρου πολιτισμού.

                                                             ***

 

Αναδεικνύοντας έναν (θαυμαστό) καινούριο κόσμο δυνατοτήτων, το καλλιτεχνικό όραμα της Ακύλα θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί σουρεαλιστικό. Ιδιαίτερα σε έργα όπως η Γιορτή (2020) ή στις υβριδικές μορφές του γοητευτικού Ανθρώπου-ελαφιού (2018) και του αινιγματικού Ανθρώπου-μυρμηγκοφάγου (2019), χρησιμοποιεί το ονειρικό και το εικονικό για να αποσταθεροποιήσει την κυριαρχία του ανθρωποκεντρισμού και κάθε βεβαιότητα ταυτότητας. Από μια άλλη γωνία πάλι, θα μπορούσε να θεωρηθεί φουτουριστικό: μέσα από μετα-αποκαλυπτικά τοπία όπως Η πόλη πέρα από τις πόλεις (2019), από εικόνες τεχνολογικής φαντασίας όπως το Υβρίδιο ανθρώπου-κότας (2020) και αναφορές στο μελλοντολογικό σινεμά όπως το Tomorrow-Morrow Land (2020).

Κι όσο τα σουρεαλιστικά της δάνεια μοιάζουν να αποτίνουν φόρο τιμής στους χειραφετητικούς ζωομορφισμούς των σουρεαλιστριών του 20ου αιώνα, ο φουτουρισμός της αποκλίνει εσκεμμένα από την παραδοσιακή βάση του μοντερνιστικού φουτουρισμού. Δεν συνάδει με τα πολεμοχαρή οράματα του Μαρινέτι, ούτε με τη λατρεία της ταχύτητας των πρώτων φουτουριστών. Αντιθέτως, είναι αντι-αποικιοκρατικός, οικολογικός και συμπονετικός. Συντάσσεται με το συμπεριληπτικό όραμα μιας νέας κατάστασης εν τη γενέσει, την οποία διερευνά καλλιτεχνικά μέσω αδρών γραμμών, έργων που μοιάζουν να μην έχουν τελειώσει και των γκριζοκίτρινων αποχρώσεων ενός μεταβαλλόμενου αστικού τοπίου, ενώ την ίδια στιγμή διαπραγματεύεται το (κοντινό) μέλλον ως μεταμόρφωση των ουτοπιών της γενιάς της. Ουτοπιών κατασκευασμένων μέσα από την εικονοποιία της ποπ κουλτούρας και τις επιστημο-τεχνολογικές μυθολογίες των 80s και 90s, μπολιασμένων με παράξενα άρθρα από εφημερίδες και τοπία που αντανακλούν αποτυχημένες πολιτικές πρακτικές, και την τόσο βαριά και απτή πια χρεωκοπία της νεωτερικότητας. Ανοίγεται φιλόξενα προς φρέσκες υποκειμενικότητες, καλώντας προς μια αποκεντροποίηση του ανθρώπινου, λευκού, δυτικού, αντρικού προνομίου ―θέση που συνάδει αρμονικά και με το art-book της Ένα manual για το πώς να είσαι γυναίκα (2023), ως σύγχρονη εικαστική ανάγνωση μιας εγκυκλοπαίδειας έμφυλων στερεοτύπων, την οποία αποδομεί εύθυμα παρεμβαίνοντας χωρίς βία αλλά με χιούμορ και πολιτική ματιά.

Η δουλειά της, άλλωστε, υπήρξε πάντα πολιτική, τόσο στα θέματά της όσο και στις πρακτικές. Στην έκθεση «artwork and ephemera» (2013), για παράδειγμα, σχολίαζε με μια πικρή ποπ ειρωνεία την παγκόσμια οικονομική κρίση, ενώ στο «π-αρ[τ]» (2007), υιοθετώντας μια πιο arte povera πρακτική, παρατηρούσε σκωπτικά την αγορά της τέχνης και την εμπορευματοποίηση του υψηλού.

 

                                                             ***

 

Τι σημαίνει τελικά Home; Που επιστρέφουμε επιτέλους;

Μετά το covid, μετά τα αλλεπάλληλα οικολογικά σήματα κινδύνου, μετά τις προσφυγικές τραγωδίες, τις απανταχού πολιτικές κρίσεις, τον πόλεμο, την κλιμάκωση της φτωχοποίησης και των περιορισμών των χαμηλότερων οικονομικά ομάδων, την οπισθοδρόμηση στα ανθρώπινα δικαιώματα και την αλματώδη συντηρητικοποίηση, η σολασταλγία μοιάζει μονόδρομος. Το ξεπέρασμά της όμως δεν είναι η επιστροφή στο άμεσο παρελθόν αλλά η ορμητική διεκδίκηση ενός ολοκαίνουριου μέλλοντος[3],  νέων μορφών σκέψης και ζωής, μια άλλη επιστροφή σ’ ένα μονιστικό, δημοκρατικό όραμα.

Υβρίδιο ανθρώπου-κότας, 2020, ελαιογραφία σε καμβά, 30 x 28 εκ.

Στο μανιφέστο του οπτιμιστικού βιταλιστικού υλισμού της The Posthuman, η σύγχρονη φιλόσοφος του μετα-ανθρώπινου Rosi Braidotti υπαινίσσεται το όραμα αυτό μέσα από μια στοιχειωτική φράση της George Eliot πάνω στο μέγεθος της ανθρώπινης άγνοιας[4]:

«Αν είχαμε μια βαθειά εποπτεία όλης της συνηθισμένης ανθρώπινης ζωής, θα ήταν σαν ν’ ακούγαμε το γρασίδι να μεγαλώνει και την καρδιά του σκίουρου να χτυπά, και θα ‘πρεπε να πεθαίνουμε από αυτόν τον βρυχηθμό που βρίσκεται στην άλλη πλευρά της σιωπής. Όπως είναι τα πράγματα, οι πιο οξυδερκείς από εμάς πορευόμαστε καλά πακτωμένοι από βλακεία.» [5] 

Αν η άλλη πλευρά της σιωπής είναι το Home στο οποίο επιστρέφουμε, έτοιμοι (at Last) να αφουγκραστούμε τη μέχρι τώρα αγνοημένη άγρια κοσμική ενέργεια, τότε η χώρα του αύριο ίσως πάψει να είναι χώρα του ποτέ για τις υποκειμενικότητες που μέχρι τώρα δεν έβρισκαν θέση στην καταχρηστική ανθρωποκεντρική κοινωνία.

Κι ίσως μόνο έτσι να πάψει ο βρυχηθμός και να λυθούν τα δεσμά της σολασταλγίας.

 

Γκέλυ Γρυντάκη
Λονδίνο, 2023

 


[1] Albrecht, G. (2005), 'Solastalgia' A New Concept in Health and Identity, PAN No 3 2005, σελ. 41

[2] Τα κείμενα γράφτηκαν με αφορμή την έκθεση Party Project που πραγματοποιήθηκε στον Συνοικισμό Χαλανδρίου, 2–4 Ιουλίου 2021.

[3] «Σε περιοχές όπου οι άνθρωποι εξακολουθούν να έχουν ισχυρές, άμεσες συνδέσεις με τον τόπο, η σολασταλγία μπορεί να αντιμετωπιστεί με ενέργειες που ενισχύουν τον τόπο και αποδυναμώνουν την ξένη παρέμβαση.» λέει ο Albrecht στο ίδιο κείμενο, αναφερόμενος κυρίως σε δράσεις Αβορίγινων στην Αυστραλία.(ibid, σελ. 48)

[4] Braidotti, R. (2013), The Posthuman, Polity, σελ. 54

[5] Eliot, G. (1872), Middlemarch, Book 2, Penguin Classics (2002), σελ. 199

το παρον κειμενο δημοσιευτηκε στον καταλογο της εκθεσησ ηομε ατ last της εικαστικου ελενασ ακυλα τον Σεπτεμβριο του 2023



Text in English:

The roar on the other side of the silence

(Some thoughts on Elena Akyla exhibition Home At Last)

 

In 2005 Australian environmental philosopher Glenn Albrecht initiated the term solastalgia to describe a new kind of psychological agony and existential stress due to ecological crisis and non-reversible environmental changes.

 

"It is the pain experienced when there is recognition that the place where one resides and that one loves is under immediate assault (physical desolation). It is manifest in an attack on one's sense of place, in the erosion of the sense of belonging(identity) to a particular place and a feeling of distress (psychological desolation) about its transformation. It is an intense desire for the place where one is a resident to be maintained in a state that continues to give comfort or solace […]It is the 'lived experience' of the loss of the present as manifest in a feeling of dislocation"[1], says Albrecht.

 

In contrast to nostalgia, ―where the word algos, meaning pain in ancient Greek, resulted from the displacement from the dear and familiar place and has a kind of sweet quality as a feeling, a positive expectation― solastalgia (coming from the Latin word solace that means consolation, comfort), the pain is associated with the despair caused by the unavoidable and definitely negative. Even if the subject hasn't left their home, they see it change towards something uncanny and unfriendly.

 

Solastalgia is not about getting back home but about bringing home back in time.

 

                                                         ***

 

Elena Akyla loves stories. She declares it in a body of writings she published during the pandemic under the name "Party as a Land of Freedom" (2001)[2]. In there, the deserted West Hellenic Airport becomes the centre of a memoir about childhood's carefree eternity. The iconic water tower of the American Base in Glyfada, the hotels' pools, Peter Pan and Mad Max movies, American tourists' parties, and aeroplanes' sunrise take-offs signify an era when dreaming was still possible, and the present was full of possibilities. Within Akyla's memories, though, it is even the very country that seems to live its childhood. It was the 80s, a glorious time of kitsch obsession with the American culture and faulty financial nonchalance.

In the land of childhood, "the water tower, as a border, signified returning home," writes the artist. Nostos had a remedy; the return was possible, the making of a utopia as well.

 

In the exhibition Home at Last, all these are illustrated as scenes of a psychological allegory about the tomorrow land, a place between fairy tales and science fiction, the emotional and the real, nostalgia for the things left behind and solastalgia for the things to come. Not bitter but sceptical.

 

With references implying the post-apocalyptic scenery of the iconic 80s' sci-fi Mad Max Beyond Thunderstorm, Akyla's imagery suggests a world at the edges of Western civilization as we knew it, a vast land stigmatized by the remains of the capitalistic humancentric thought, the American dream and the fear of an alternated humankind. The land of tomorrow and the land of never meet on the water tower; strange creatures live in ruins eating ice cream in basements; shadows of girls invade hotels' pools; abandoned towns, cities beyond the other cities, deserted settings and frozen lands, in a constant transformation, indicating a world on the edge of the heat death of the universe.

 

The past is an abandoned airport.

 

The after-the-anthropocene era, however ―meaning beyond the point of no return to the "good old days"― also signals new visions of the world, kinship, life and technology. Like a terrain vague, the old West Hellenic Airport becomes a symbolic space not only of abandonment but also of radical change.

It indicates the difficult coming of age of a girl, a country, or/and a civilization.

 

                                                       ***

 

Akyla's artistic vision suggests a (brave) new world of possibilities; thus, it could be considered surrealistic. In works such as Feast (2020) or the hybrid figures of the appealing Human-male Deer (2018) and the enigmatic Human Anteater (2019), she uses dream and virtual qualities in order to destabilize the absolute dominion of anthropocentrism, as well as any certainty about identity.

Yet, it could also be seen as futuristic: through post-apocalyptic landscapes such as The City Beyond All Cities (2019), technological fantasy images like the Human-Chicken Hybrid (2020) and references to futuristic cinema as Tomorrow-Morrow Land (2020).

 

Even though her surrealistic loans seem to glorify the 20th-century women surrealists' emancipating animalism, her futurism diverges from the traditional base of the original modernistic movement. It doesn't agree with Marinetti's warlike visions or the first futurists' adoration of violence and speed. On the contrary, her work is anti-colonialist, ecological and humanistic, following the vision of a new inclusive social condition in the making. Fading lines works seemingly unfinished, and the yellow-grey hues of a perpetually changing urban landscape characterize her artistic practice accordingly. At the same time, it approaches the near future as a transformation of her generation's utopias. Utopias made of pop culture's imagery and science-technological mythologies of the 80s and 90s, mingled with strange newspaper articles, landscapes reflecting bad political policies and the heavy, and so tangible today, failure of modernism.

It is open to new subjectivities, inviting towards decentralization of the human, white, male privilege ―something that is very clear in her art book A Manual About How to Be a Woman (2023), a contemporary reading of an encyclopaedia of gender stereotypes, which she deconstructs not with violence, but with humour and political judgement.

 

Her work, after all, had always been political in her subjects as well as her practice. In the exhibition «artwork and ephemera" for example, she comments with a bitter-pop irony on the world economic crisis, while in the "p-ar(t)", by using a more arte-povera practice, she talks about the art market and the commercialization of the Sublime.

 

                                                        ***

 

What is Home, after all? Where are we returning at last?

 

After Covid 19 pandemic, after the continuous ecological SOS, refugees tragedies, world political crisis, war, lower class impoverishment and restrains, human rights regressions and the quick rise of conservationism all over the Western world, solastalgia seems like a one-way road. Its solution, though, couldn't be the return to the direct past but the fierce demand of a brave new future[3], new ways of thinking and living ―a new hatching, as the one implied in You Are What You Are Going to Become (2023) small sculptures― another "homecoming" to a monistic democratic vision.

 

In her optimistic vitalist materialism manifesto, The Posthuman, contemporary philosopher Rosi Braidotti implies this vision through a possessing phrase by George Eliot about human ignorance[4]:

 

"If we had a keen vision and feeling of all ordinary human life, it would be like hearing the grass grow and the squirrel's heart beat, and we should die of that roar which lies on the other side of silence. As it is, the quickest of us walk about well wadded with stupidity."[5]

 

If the other side of silence is the Home where we get back, ready (at last) to listen to the ignored wild cosmic energy, then tomorrow land may finally stop being the never land for the subjectivities who until now couldn't find a place in our abusive humancentric society.

 

And maybe this is the only way for the roar to stop and solastalgia's shackles to be shaken off.

 

Gelly Gryntaki

London, 2023

 

The text is published in Elena Akyla’s exhibition catalogue Home At Last

 

[1] Albrecht, G. (2005), 'Solastalgia' A New Concept in Health and Identity, PAN No 3 2005, 41

[2] These texts were written on the occasion of the exhibition Party Project that took place in the Halandri Settlement, 2-4 July 2021.

[3] “In areas where people still have strong, direct connections to country, the defeat of solastalgia can come from actions that strengthen the endemic and weaken the alien.” writes Albrecht in the same text, referring mostly in Indigenous communities in contemporary Australia. (ibid, 48)

[4] Braidotti, R. (2013), The Posthuman, Polity, 54

[5] Eliot, G. (1872), Middlemarch, Book 2, Penguin Classics (2002), 199