Η φράση και η έκπληξη

Το 1891 ο Oscar Wilde αναλύει την αισθητική του φιλοσοφία σε ένα κομψό βιβλιαράκι με τίτλο The Critic as Artist. Σ’ αυτό μέσα από έναν διάλογο μεταξύ των πρωταγωνιστών του Ernest και Gilbert ξετυλίγεται ο βαθύς αισθητισμός του Wilde στα πλαίσια του οποίου η κριτική είναι μία από τις σημαντικότερες εκφάνσεις της δημιουργικότητας. Μεγάλος λάτρης του Wilde o σπουδαίος κριτικός τέχνης Peter Schjeldahl είχε πει κάποτε σε μια συνέντευξή του ότι αν και στα 60s --όταν άρχισε να γίνεται γνωστός γράφοντας κριτική στο θρυλικό Village Voice--, ήξερε ελάχιστα πράγματα πάνω στην ιστορία της τέχνης, ανακάλυψε πολύ γρήγορα ότι υπήρχε κάτι στο οποίο ήταν ο Νο 1 ειδήμων παγκοσμίως.

Κι αυτό ήταν η προσωπική του εμπειρία. Με αφετηρία αυτή την προσωπική εμπειρία, το αυθόρμητο βίωμα της τέχνης, τα συναισθήματά του ως θεατής και φυσικά την απαράμιλλή του πένα, ο Schjeldahl ανάγει την τεχνοκριτική σε ποιητική πειραματική γραφή, σε χρονογράφημα, ή αυτοβιογραφικό αναστοχασμό, γίνεται ο δημιουργικός κριτικός-καλλιτέχνης που περιγράφει ο Wilde και μένει στην ιστορία για το εντελώς αυθεντικό προσωπικό του στυλ (για το οποίο μάλιστα, όπως σχολιάζει σε συνέντευξή του, είχε υιοθετήσει την άποψη του Japer Jones: «το προσωπικό στυλ είναι απλώς κοινή λογική. Καταλαβαίνεις τι αρέσει πάνω σου στους άλλους και το φτάνεις στην υπερβολή.»)

 

Επί της ευκαιρίας του θανάτου του Peter Schjeldahl και των γενεθλίων του Oscar Wilde που θα ήταν πριν μια εβδομάδα, μεταφράζω εδώ ένα μικρό απόσπασμα πάνω στο πώς γράφει από τη διάλεξη Updating Oscar Wilde, με την οποία τελειώνει η εξαιρετική συλλογή άρθρων του Schjeldahl “Hot, cold, heavy, light”(2020):

 

«Τόσο η καλή τέχνη όσο και η καλή κριτική χρησιμοποιούν την αυτοσυνείδηση ως εργαλείο εργασίας. Πλάθουμε σκέψεις και συναισθήματα μέσα μας, σαν αυτά να ήταν οι ηθοποιοί κι εμείς οι σκηνοθέτες που τους περνάμε από οντισιόν. Πολλούς τους απορρίπτουμε χωρίς δεύτερη σκέψη, κάποιους τους προγραμματίζουμε να τους ξαναφωνάξουμε, και κάποιοι προσλαμβάνονται επί τόπου. Αν είμαστε συγγραφείς, επιμένουμε να στήνουμε φράσεις στο μυαλό μας, την καθεμία απ’ αυτές με έναν τόνο εμπιστοσύνης και βεβαιότητας ακόμα κι αν ενδέχεται μια στιγμιαία ανάλυσης να την αποδείξει τελικά αδύναμη ή ψευδή. Ψαχουλεύουμε διαρκώς για μια φράση που και προωθεί το επιχείρημα που φτιάχνουμε, και διαβάζεται ωραία και, κατ’ευχήν, μας εκπλήσσει.

Ζούμε για να εκπλησσόμαστε.

 

(…)

Όπως λέει ο Gilbert τονίζοντας το θέμα της ατομικότητας:

 

… μόνο κάνοντας εντονότερη την προσωπικότητά του μπορεί ο κριτικός να ερμηνεύσει την προσωπικότητα και το έργο άλλων, και με όσο μεγαλύτερη ένταση μπει αυτή η προσωπικότητα στην ερμηνεία τόσο πιο πραγματική, ικανοποιητική, πειστική και τελικά αληθινή είναι η ερμηνεία.

 

Ε λοιπόν αυτό είναι κάπως ζόρικο αν δεν είσαι ο Oscar Wilde. Δεν έχουν πολλοί από εμάς προσωπικότητες τόσο ακέραιες και ρωμαλέες ώστε να μπορούν να μεταφέρουν όλο το βάρος ενός επιχειρήματος. Έτσι πρέπει να προσποιηθούμε ότι το κάνουμε. Μια διάσημη δήλωσε του Rimbaud “Je est un autre”- εγώ είναι κάποιος άλλος» μοιάζει σε μένα η πιο φυσιολογική συνθήκη για πειστική γραφή. Κρατάμε ξέχωρα τους θλιβερούς μας εαυτούς προκειμένου να επινοήσουμε καινούριους.

Χαίρομαι πάντα όταν κάποιος παινεύσει τη δουλειά μου, κάποιες φορές όμως νοιώθω άβολα σαν να την έβγαλα καθαρή από κάτι.

Είμαι στο τσακ να πω “Μα δεν ήμουν εγώ.”»