6 ερωτήσεις στον εικαστικό Αντώνη Πίττα. Το καλύτερο έρχεται

(μια συζήτηση για το art book, τον μοντερνισμό και αυτό που έρχεται)

photocredit: Michel Claus_4.jpg



1.     Αυτό τον καιρό συμμετέχεις στην έκθεση «New Reproductions» στην Gallery Annet Gelnik στο Amsterdam, μια έκθεση για το art book. Μίλησέ μας για την έκθεση.

 

Το New Reproduction είναι μια ομαδική έκθεση που διοργανώνει η γκαλερί με καλλιτέχνες της, όπου το art book λειτουργεί ως κοινός τόπος. Σκοπός είναι η ανίχνευση της έκδοσης ως ανακλαστική αντίδραση στη δημιουργία. Οι προσεγγίσεις είναι διαφορετικές. Πέρα από το βιβλίο ως αντικείμενο μπορεί να αφορούν στα συνοδευτικά θεωρητικά κείμενα που επιλέγουν οι καλλιτέχνες ή στην καλλιτεχνική έρευνα και τη σκέψη του ίδιου του καλλιτέχνη. Έτσι δημιουργούνται πολλαπλές σχέσεις και ερωτήματα. Η παρουσίαση δε των βιβλίων αυτών σε κάνει να νομίζεις ότι μπαίνεις σε βιβλιοπωλείο ώστε δεν χρειάζεται καν κάποια εισαγωγή, ενώ ταυτόχρονα εγείρει ερωτήματα πάνω στο τι είναι «εμπορική» γκαλερί. Αρχική πρόθεση ήταν να προκαλέσει τον κόσμο να μπει, να κάτσει άνετα και να ξεφυλλίσει τα βιβλία, κάτι που δυστυχώς λόγω συνθηκών δεν κατάφερε. Αντ’ αυτού έγιναν διάφορες εκδηλώσεις μέσω φιλμ και διαδικτύου που μπορεί να βρει κανείς στο site της gallery. Εγώ, επί της ευκαιρίας, εκτός από το βιβλίο μου, ενεργοποίησα και ένα παλαιότερο έργο, το “Untitled. This is a historical opportunity for us” που είχα κάνει πριν 10 χρόνια στο Van Abbe Museum. Συγκεκριμένα έγραφα με γραφίτη κάθε εβδομάδα στον εξωτερικό τοίχο του μουσείου μια παράθεση από διάφορα ειδησεογραφικά μέσα που παρακολουθώ, πάνω στην παγκόσμια επικαιρότητα. Την ίδια παράθεση την τύπωνα μετά σε κονκάρδες διαθέσιμες στους επισκέπτες. Έτσι το έργο έφευγε από τα πλαίσια του μουσείου και «κυκλοφορούσε» στην πόλη. 10 χρόνια πριν που έγινε για πρώτη φορά έτυχε να είναι μια ιστορική στιγμή για την Ελλάδα, το Καστελόριζο. Αναπόφευκτα πολλές από τις φράσεις που επέλεξα αναφέρονταν στην προσφυγή στο ΔΝΤ. Το πρότζεκτ όμως δεν είχε αυτό ως αφορμή. Ούτε τώρα έγινε επίτηδες κι όμως συνέπεσε πάλι με μια σημαντική στιγμή παγκοσμίως και όπως είναι αναμενόμενο οι περισσότερες φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν αναφέρονται στην πανδημία.

 

2.     Πως αντιλαμβάνεσαι την έννοια και τις προοπτικές του art book στη εποχή του ηλεκτρονικού κειμένου; Μίλησέ μας για το βιβλίο σου «Road to Victory».

 

Πρόκειται για ένα θέμα που κι εμένα με απασχολεί. Σήμερα το αντικείμενο-βιβλίο τείνει να γίνει κάτι σαν old school συνήθεια αν και ταυτόχρονα παραμένει κλασσικό. Ο λόγος που ήθελα να κάνω βιβλίο είναι γιατί είναι κατά μια έννοια μνημειακό. Ο χρόνος του δίνει μια άλλη οντότητα ενώ ως αντικείμενο έχει μια γλυπτική υπόσταση. Σε αυτή την έκδοση έψαξα έναν τρόπο να ενεργοποιήσω πέραν από την ιδιότητα του βιβλίου ως φορέα γνώσης και κάτι άλλο που σχετίζεται με την οντότητά του ως αντικείμενο, μια performativity. Ήθελα ένα performative book. Σκέφτηκα λοιπόν, τι είναι αυτό που κάνει αρχικά ένα βιβλίο;  Εγκαθιστά μια σχέση μεταξύ αναγνώστη και αντικειμένου. Επέλεξα το εξώφυλλο του βιβλίου να είναι από χαρτί φτιαγμένο από σκόνη πέτρας. Ως αποτέλεσμα πιάνοντας το εξώφυλλο σε ξαφνιάζει γιατί είναι πάντα σε χαμηλή θερμοκρασία, πιο κρύο από τα υπόλοιπα βιβλία. Επίσης ο τίτλος του βιβλίου διατρέχει το εξώφυλλο, από έξω μέχρι το εσωτερικό του και μορφοποιείται σαν από διαστρωματώσεις. Αυτός είναι ο τρόπος που κινείται η δουλειά μου γενικότερα, ως ανάγνωση συνθηκών ή ανάλυση κειμένου. Η έννοια της συνθήκης είναι θεμελιώδης. Αναλύω συνθήκες και μέσα από αυτές δημιουργείται αισθητική.

Κάτι που με ενδιαφέρει είναι να αιχμαλωτίζω την δημόσια μνήμη τη στιγμή που φτιάχνεται. Αυτό βέβαια ενέχει μια αυθαιρεσία. Δεν μπορώ να επιλέξω τι θα γίνει μνήμη. Υπάρχει ένας αυτοματισμός θέσης εδώ, μια αντίδραση σε αυτό που συμβαίνει, με όλο το ρίσκο να μην είναι πραγματικά ιστορική στιγμή. Υπό αυτό το πρίσμα ερευνώ έννοιες όπως ο βανδαλισμός και το πώς καταγράφεται η δημόσια μνήμη στο δημόσιο χώρο, όπως επίσης το θέμα της προπαγάνδας. Τι σημαίνει προπαγανδιστικός μηχανισμός, πώς έχει χρησιμοποιηθεί και κατ’ επέκταση πώς η πολιτική χρησιμοποίησε την τέχνη. Είμαστε μια κοινωνία που αυτοπροσδιόριζεται μέσα από την εικόνα γι’ αυτό κι όποιος ελέγχει οποιαδήποτε δημόσια εικόνα έχει τεράστια ευθύνη.

 Όλα αυτά προσπάθησα να καταγράψω στο βιβλίο. Κάλεσα 11 θεωρητικούς, ιστορικούς τέχνης και επιμελητές με τους οποίους έχω μια γενικότερη συνομιλία και τους ζήτησα να γράψουν για αυτά. Ανάμεσα στα κείμενα υπάρχουν εικόνες από έργα μου. Ήθελα να μοιραστώ με τον αναγνώστη τι βλέπω, τι με ενδιαφέρει, τι έχω ανάγκη, σε γενικότερο επίπεδο. Τον τίτλο, Road to Victory, τον έχω δανειστεί από μια διάσημη έκθεση του 1942 στο MoMA, από τον σπουδαίο designer του Bauhaus, Herbert Bayer. Ο Bayer όταν πήγε στην Αμερική έκανε μια σειρά εκθέσεων όπου παρουσίαζε το Bauhaus, εισάγοντας τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό στην Αμερική. Το Road to Victory όμως δεν ήταν μια έκθεση τέχνης αλλά μια έκθεση για το αμερικανικό έθνος με σκοπό να ενισχύσει το εθνικό αίσθημα, δεδομένης της συμμετοχής των ΗΠΑ στον Β’Π.Π.  Η προπαγανδιστική αισθητική είναι φοβερή. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει το booklet της έκθεσης του ‘42, όπως και σχόλια από εφημερίδες της εποχής για αυτήν, με έξοχες ατάκες εθνικής υπερηφάνειας όπως «What a country to fight for!». Το βιβλίο εκδόθηκε από την MOUSSE του Μιλάνου αλλά για το σχεδιασμό επέλεξα Αμερικάνους designers, τους εξαιρετικούς Projects’ projects.

Στα έργα που παρουσιάζονται συμπεριλαμβάνεται μια πολύ σημαντική συνεργασία μου με το MOMus της Θεσσαλονίκης, την Μαρία Τσατσάνογλου και όλη την ομάδα της που είναι πραγματικά συγκλονιστικοί άνθρωποι. Πρόκειται για μια performance με έργα της Popova και του Klutsis από τη συλλογή Κωστάκη, που εστιάζουν, της μεν στο θέατρο, και του δε στο performativity της μηχανής και στη γλώσσα. Όλα αυτά βρίσκουν γραμμές σύγκλισης με το Bauhaus, τον Bayer και την Αμερική, και σε ακόμα ευρύτερες γραμμές με την Ελλάδα και την κρίση. Τα επίπεδα συσχετισμών δηλαδή είναι αλλεπάλληλα.

 

 

3.     Όλο αυτό με οδηγεί στην επόμενη ερώτηση. Ποια η σχέση της δουλειάς σου με το αρχείο και την ιστορία της τέχνης; Ποια πιστεύεις είναι η σχέση της τέχνης με την γνώση;

 

Δεν ξέρω αν έχω συγκεκριμένη απάντηση σε αυτά αλλά είναι θέματα που με απασχολούν και μου αρέσει η «φαγούρα» που δημιουργούν. Έχω επενδύσει σε μια γνώση της ιστορίας της τέχνης, ιδιαίτερα στο αντικείμενό της που με απασχολεί περισσότερο (δηλαδή ένα κομμάτι του μοντέρνου αλλά κι ένα μέρος της σύγχρονης τέχνης). Με ενδιαφέρει όμως γενικότερα η ιστορία και κυρίως τα όρια μεταξύ ιστορίας και ιστορίας τέχνης. Κάποτε η τέχνη έρχεται και καταγράφει ιστορικές στιγμές αργότερα. Άλλοτε όμως είναι αυτή που προηγείται κι αυτές είναι οι πιο ωραίες στιγμές της τέχνης.  Με ένα αρχετυπικό, παγανιστικό τρόπο πιστεύω στους κύκλους. Εξετάζω λοιπόν αυτούς τους κύκλους που κλείνουν κάθε είκοσι, τριάντα ή σαράντα χρόνια, και παρατηρώ πώς επαναπροσδιορίζονται όλα. Γι’ αυτό κι ενίοτε στα έργα μου μπορεί κανείς να δει γνωστές μορφές να επαναλαμβάνονται. Δεν φοβάμαι την επανάληψη ούτε κυνηγάω το genius. Χρησιμοποιώ πολλές αναφορές τις οποίες σέβομαι και αναγράφω ξεκάθαρα κι έτσι επανέρχομαι στο θέμα των «συνθηκών» με την έννοια των επιπέδων. Επειδή όμως η δουλειά μου έχει πολλά επίπεδα κάποιες στιγμές τείνω να γίνομαι υπερβολικός και φοβάμαι μην «εξαντλήσω» τον θεατή, μη γίνω «διδακτικός». Γι’ αυτό επιλέγω να μην παρέχω όλη την πληροφορία. Προτιμώ να αποστασιοποιούμαι και να αφήνω τον θεατή να παίρνει δική του θέση. Να ενεργοποιώ την βασική αρχή συσχετισμού θεατή-έργου που είναι η εμπειρία. Ομολογουμένως, αυτή την «ασυμμετρία» ανάμεσα στην ρομαντική εμπειρική αντιμετώπιση του έργου και την επιπλέον πληροφορία που φέρει το έργο δεν την έχω λύσει. Βοηθούν όμως πολύ οι δημόσιες συζητήσεις ή τα βιβλία μου. Επίσης στα μουσεία εμπλέκω πολύ τους εργαζόμενους. Όταν ο θεατής θέλει να μάθει κάτι για ένα έργο το προσωπικό έχει όλες τις απαντήσεις. Έτσι μεταθέτω την ευθύνη στον θεατή. Είναι μια active λογική και ενέχει μια performativity. Όπως και έναν αναστοχασμό πάνω στην έπαρση του καλλιτέχνη.

 

4.     Βρίσκω εντυπωσιακό πώς η καλλιτεχνική σου έρευνα κινείται με την ίδια άνεση ανάμεσα σε μια στιβαρή υλικότητα και μια επικέντρωση στη φόρμα από τη μία και ένα διαρκές παιχνίδι με την κειμενικότητα από την άλλη. Μίλησέ μας για τον ρόλο του μοντερνισμού ως αντικείμενο έρευνας στη δουλειά σου.

 

Κάποτε πριν πολλά χρόνια με είχαν αποκαλέσει φορμαλιστή και θυμάμαι είχα εκνευριστεί απίστευτα. Πλέον όμως μου αρέσει αυτή η κατάταξη. Η μορφή για μένα είναι πολύ σημαντική, η έννοια σαφώς ενυπάρχει, αλλά ακολουθεί.

Η αλήθεια είναι ότι νιώθω έντονα συνδεδεμένος με τον μοντερνισμό. Αυτό που έρχεται στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και λέει «Εγώ είμαι το νέο» με γοητεύει. Η εναντίωση στη διακόσμηση, οι φόρμες που σπάνε την έννοια του μοτίβου, η νέα καθαρότητα που έφερε. Κυρίως όμως ότι ήταν γεμάτος υποσχέσεις. Η Ρωσική πρωτοπορία με έχει επηρεάσει βαθιά. Ιδιαίτερα ο Μάλεβιτς, το μαύρο τετράγωνο, αυτή η ατελείωτη αναζήτηση της ουτοπικής φόρμας. Αυτή την αναζήτηση την αντιμετωπίζω ως επιδίωξη επικοινωνίας με τον θεατή.

Ερχόμαστε μετά στο τώρα και αυτό που ζούμε είναι ουσιαστικά η αποτυχία του μοντερνισμού. Όλες αυτές οι υποσχέσεις απέτυχαν… Με ενδιαφέρει η εννοιολογική σχέση της δυναμικής που ήθελε να έχει ο μοντερνισμός, έναντι στο τι κατάφερε, όπως και η πολιτική σκέψη που φέρει σαν κίνημα στα πλαίσια ιστορίας και ιστορίας τέχνης.

Η δουλειά μου μπορεί να μην είναι πολιτική, με την έννοια του ακτιβισμού, επιδιώκω όμως να έχει θέση. Επιμένω σε μια γκρι περιοχή που αν και γοητευτικός χώρος έχει πολλά προβλήματα. Δεν παίρνω θέση μέσα από κομματική λογική -αν και σαφώς εντάσσομαι στο σοσιαλιστικό κομμάτι, δεν είμαι συντηρητικός- και δεν θα βγω μπροστά να τη φωνάξω. Ούτε όμως την κρύβω. Με ενδιαφέρει πολύ το πώς η πολιτική χρησιμοποιεί την τέχνη και είναι σημαντικό το πού τοποθετείς τον εαυτό σου. Η θέση επίσης δεν μπορεί να είναι μία γιατί κανείς δεν είναι ένα μόνο πράγμα. Ενίοτε, αποστασιοποιούμαι. Η πραγματικότητα μπορεί να γίνει πολύ σκληρή οπότε επιλέγω μια μυθοπλαστική πραγματικότητα για να μπορέσω να αναπνεύσω και να δημιουργώ.

 

5.     Δεδομένων των τρεχόντων συνθηκών δεν θα μπορούσα να μη ρωτήσω τη γνώμη σου για το πόσο δημιουργικός μπορεί να είναι κανείς σε περιόδους παγκόσμιων κρίσεων (στην προκειμένη περίπτωση υγείας) και πάσης φύσεως εγκλεισμού και στην αίσθηση παγκοσμιότητας του καλλιτέχνη.

 

Δεν ξέρω να πω ακόμα. Προσωπικά περνάω διάφορες φάσεις μεταξύ παθητικότητας και ενεργητικότητας. Αυτή την παθητικότητα την θεωρώ πολύ σημαντική για τη δημιουργία. Λόγω των εκπαιδευτικών μου καθηκόντων παρατηρώ πώς μεταλλάσσονται οι έννοιες παγκοσμιότητας και τοπικότητας στις νέες συνθήκες. Και παρατηρώ και πώς επαναπροσδιορίζονται αυτά τα καθήκοντα αναλόγως.

Όλα είναι αντιδράσεις στη συνθήκη. Δεν ξέρουμε τι θα μείνει μετά, οι άνθρωποι τείνουν να επανέρχονται σε αυτά που ήταν ή είχαν. Την κριτική για ευκαιρίες αλλαγής την ακούω, αλλά τα κέντρα προσοχής και συγκέντρωσης αλλάζουν. Για τους νέους ανθρώπους, τους μαθητές μου, βλέπω ότι μοιάζει πιο φυσικό να προσαρμοστούν στα νέα τοπία που ανοίγονται σε αυτόν τον ηλεκτρονικό κόσμο.

Για εμένα έχει ταραχτεί το σύμπαν, νοιώθω ότι η προσαρμογή είναι δύσκολη. Δεν ξέρω πώς θα είναι η δική μου νέα συνθήκη. Δεν ξέρω ποιο είναι το καινούριο μέλλον, δεν θα  μιλήσω ούτε για πολύ θετικό κομμάτι, που μπορεί να υπάρξει, ούτε για πολύ αρνητικό που ουσιαστικά είναι αυτό που βιώνουμε και που, κακά τα ψέματα, μόνοι μας το φτιάξαμε, είναι τεράστιο το μερίδιο προσωπικής ευθύνης. Οι δημιουργικές τάσεις όμως δεν θα πάψουν ποτέ. Ο άνθρωπος πάντα δημιουργούσε. Οι συνθήκες αλλάζουν διαρκώς. Δεν ξέρω ποιες θα έρθουν αλλά επιμένω να προσπαθώ να τις διαβάζω, να είμαι ψύχραιμος και να παρατηρώ. Η παρατήρηση είναι μόνιμο κομμάτι και ίσως γι’ αυτό δεν νιώθω ακτιβιστής. Η θέση μου στα πράγματα είναι αυτή του παρατηρητή.

 

photocredit: Michel Claus_4.jpg

 

6.     Ζεις 22 χρόνια μακριά από την Ελλάδα. Βρίσκεις γραμμές καταγωγής και έμπνευσης στη δουλειά σου; Με ποιους τρόπους «επιστρέφεις» στην Ελλάδα; Πως βλέπεις την εγχώρια σκηνή;

 

Σαφέστατα και βρίσκω. Θέλω να είμαι πρακτικός σε αυτή τη σκέψη. Μεγάλωσα στο κέντρο της Αθήνας, οι βόλτες μου ήταν στο Καλλιμάρμαρο, το Ζάππειο, το Σύνταγμα, κάτω από την Ακρόπολη. Αυτές είναι οι εικόνες μου. Θυμάμαι τα πρώτα, τα διαμορφωτικά μου καλοκαίρια στη Τζια. Οι φόρμες, το φως, το κοινωνικό κομμάτι όλα αυτά με διαμόρφωσαν σαν άνθρωπο. Αυτά τα κουβαλάς πάντα, είναι η γνώση σου. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια εδώ, και καθώς ταξιδεύω πολύ κυρίως σε Ευρώπη και Αμερική, ένα κομμάτι μου έχει μια βορειοευρωπαϊκή κουλτούρα που, βέβαια, με ένα τρόπο συνδέεται με την αρχαιότητα, κυρίως μέσω του Χριστιανισμού, γιατί η Ευρώπη, ας μην ξεχνάμε, είναι χριστιανικό λόμπι. Αυτές υπήρξαν οι επιρροές μου και φαίνεται στη δουλειά μου. Υπάρχει κάτι αρχετυπικό στη γλώσσα που χρησιμοποιώ που όμως συναντά μινιμαλισμό και βόρειες λογικές. Έτσι συνδέομαι με το Bauhaus και τον μοντερνισμό. Κατά δεύτερον με ενδιαφέρει το κοινωνικό κομμάτι κι έτσι δημιουργείται μια αυτόματη αντίδραση στα γεγονότα. Π.χ. τότε με το Καστελόριζο ό,τι και να έγραφα όλοι πίστευαν ότι σχετιζόταν με την Ελληνική κρίση ενώ μόνο κάποια από αυτά ήταν σχετικά. Σκοπός μου ήταν να δείξω πόσο ανοιχτή είναι μια παράθεση όταν την αντιμετωπίζεις μεμονωμένα.

Τώρα όσον αφορά στη ελληνική εικαστική σκηνή προσωπικά πιστεύω ότι η κρίση την βοήθησε να υπάρξει. Εγώ ανήκω σε μια γενιά καλλιτεχνών προ-κρίσης που ένα μεγάλο ποσοστό της έφυγε στο εξωτερικό, Αγγλία, Γερμανία, Ολλανδία ή Νέα Υόρκη. Πολλοί  επέστρεψαν Ελλάδα και έφεραν νέο αέρα, πολύ επηρεασμένο από όλα όσα γίνονταν έξω, αλλά σε ένα περιβάλλον ακόμα επιφυλακτικό. Η κρίση, αργότερα, πίεσε τον καλλιτέχνη να πάρει θέση και αυτό ήταν ευχάριστο – το λέω χωρίς να θέλω επ’ ουδενί να ωραιοποιήσω την κρίση. Οι καλλιτέχνες όμως τότε αναγκάστηκαν επιτέλους να συγκεντρωθούν, να ξεπεράσουν την κληρονομιά της μεταλλαγμένης κομματικοποιημένης μπουρζουά και ελαφράς δεκαετίας του ’80.

Η επόμενη γενιά θα είναι ακόμα καλύτερη, έχει άλλες βάσεις και αναφορές. Το μέλλον θα δημιουργήσει μια πραγματικά ελληνική σκηνή. Βοηθάει και που τόσοι ξένοι καλλιτέχνες έχουν έρθει και μένουν Ελλάδα κι έτσι γίνεται μια γόνιμη μίξη. Ο κύκλος μεγαλώνει, δημιουργείται ευρύτερος διάλογος. Οι Έλληνες είχαν πάντα μια εσωστρέφεια, η κοινωνία όμως άλλαξε τα τελευταία χρόνια, έγινε πιο πολυπολιτισμική, πιο ανοιχτή, επιβαλλόταν να γίνει. Το πολιτισμικό αυτό καλειδοσκόπιο ανοίγει το μυαλό των νέων, εμβολίζει κάθε είδος λαϊκισμού και αυτή τη μυθοπλασία της συντηρητικής ρητορικής, ότι όλα τα καλά γίνονταν στο παρελθόν. Όχι, ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε κάτι καλύτερο για όλους. Ίσως για λίγους, ποτέ όμως για το ευρύτερο κοινό. Πιστεύω ότι το καλύτερο έρχεται, και στο καλλιτεχνικό κομμάτι ισχύει το ίδιο. Η δική μου προσωπική μάχη πάντα παραμένει το τι να κρατήσω και τι να αλλάξω. Ο κύκλος μπορεί να επαναλαμβάνεται αλλά δεν είναι ποτέ ακριβώς ο ίδιος.

 

 

 η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο art site ελculture τον Μάιο του 2022